γαμετῶν

γαμετῶν
γαμέτης
husband
masc gen pl
γαμετή
married woman
fem gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ετερογαμία — Τρόπος αμφιγονικής αναπαραγωγής, κατά την οποία οι συναπτόμενοι γαμέτες προέρχονται από διαφορετικά άτομα. Η ε. μπορεί να χαρακτηριστεί ως ανισογαμία αν υπάρχει διαφορά μεγέθους και μορφής μεταξύ των γαμετών ή μεταξύ των γεννητικών κυττάρων των… …   Dictionary of Greek

  • γαμετογένεση — Ο σχηματισμός των αναπαραγωγικών κυττάρων ή γαμετών. Αν οι γαμέτες είναι ωάρια, η γ. ονομάζεται ωογένεση και, αν είναι σπερματοζωάρια, σπερματογένεση. Η πορεία της γ. είναι κοινή και για τα ωάρια και για τα σπερματοζωάρια και περιλαμβάνει την… …   Dictionary of Greek

  • κύκλος — Κάθε καμπύλη του επιπέδου που αποτελεί τον γεωμετρικό τόπο των σημείων του που ισαπέχουν από ένα ορισμένο σημείο. Αν Ε είναι ένα επίπεδο, Ο ένα σημείο του και ρ θετικός αριθμός, τότε υπάρχει ένας και μόνο ένας κ. του επιπέδου Ε με την ιδιότητα… …   Dictionary of Greek

  • στειρότητα — η / στειρότης, ητος, ΝΜΑ, και στερρότης Α [στεῑρος] αδυναμία αναπαραγωγής ενός έμβιου όντος, άσχετα από την αιτία που τήν προκαλεί (α. «ανδρική στειρότητα» β. «γυναικεία στειρότητα») νεοελλ. 1. κατάσταση ενός βιολογικού μέσου, μιας ουσίας ή ενός… …   Dictionary of Greek

  • φυλετικός — ή, ό / φυλετικός, ή, όν, ΝΑ [φυλέτης] νεοελλ. 1. αυτός που αναφέρεται στις σχέσεις μεταξύ τών φυλών, τών εθνοτήτων (α. «φυλετικό μίσος» β. «φυλετικές συγκρούσεις στην περιοχή») 2. αυτός που αφορά το φύλο, σεξουαλικός 3. φρ. α) «φυλετικά κύτταρα»… …   Dictionary of Greek

  • γονιμοποίηση — Στον άνθρωπο ο όρος χρησιμοποιείται για να περιγράψει την ένωση ενός ωαρίου και ενός σπερματοζωαρίου για τη δημιουργία ενός γονιμοποιημένου ωαρίου, του πρώτου κυττάρου ενός εμβρύου. Στους ανώτερους οργανισμούς, όπως είναι τα περισσότερα ζώα και… …   Dictionary of Greek

  • διυβριδισμός — Φαινόμενο κατά το οποίο διασταυρώνονται δύο γονείς που διαφέρουν κατά δύο ζεύγη κληρονομικών χαρακτήρων. Ο δ. ακολουθεί τον δεύτερο νόμο του Μέντελ, δηλαδή τον νόμο του ανεξάρτητου διαχωρισμού των κληρονομικών χαρακτήρων. Σύμφωνα με αυτόν, κατά… …   Dictionary of Greek

  • ετερογαμέτωση — η ο σχηματισμός δύο διαφορετικών κατηγοριών γαμετών, άλλων με πολικότητα αρσενική και άλλων με πολικότητα θηλυκή …   Dictionary of Greek

  • ζυγωτός — ή, ό (Α ζυγωτός, ή, όν) νεοελλ. 1. αυτός που βρίσκεται κοντά, που ζύγωσε, που έχει πλησιάσει, ο κοντινός 2. το ουδ. ως ουσ. το ζυγωτό βιολ. το γονιμοποιημένο ωάριο που παράγεται από τη σύζευξη δύο ετερόφυλων γαμετών αρχ. (για άρματα, άμαξες… …   Dictionary of Greek

  • θαλλογαμία — η τύπος γονιμοποίησης τών μυκήτων κατά τον οποίο η σύζευξη γίνεται μεταξύ θαλλών και όχι μεταξύ γαμετών. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλλός + γαμία (< γαμος < γάμος), πρβλ. επι γαμία, μονο γαμία] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”